- παρασταδόν
- παραστᾰδόν, Adv.A standing beside, at one's side, Il.15.22, Od.10.173, Thgn.473, A.Ch.991 ;
π. ἐγγύς Theoc.25.103
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ἐγγύς Theoc.25.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασταδόν — standing beside indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασταδόν — Α (επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] … Dictionary of Greek